σπαθίζω
Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχει → Felix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt
English (LSJ)
(
A σπάθη 2) stir with a spatula, ἰατρικῶς Ps.-Democr. Alch.p.56 B.:—Pass., Orib.Fr.85:—Med., use one in anointing oneself, Hsch. 2 (σπάθη 5) play with the sword, v.l. in Cratin.219. II = σπαθάω 11, in Pass., to be squandered, i.e. destroyed, Ly d.Mag.2.1.
German (Pape)
[Seite 915] mit der Spatel umrühren od. aufstreichen; med. sich mit der Spatel Salbe aufstreichen, sich salben, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
σπᾰθίζω: (σπάθη 2) ἐξαπλώνω διὰ πλατέος κοχλιαρίου, ἀλείφω, χρίω, Νικόλ. Μυρεψ. - Μέσ., συνηθίζω νὰ χρίωμαι, «μύρῳ ἀλείφεσθαι» Ἡσύχ. 2) (σπάθη 5) παίζω τὴν σπάθην, κάμνω ξιφασκίαν, διάφ. γραφ. παρὰ Κρρατίν. ἐν «Τροφωνίῶ» 4· - πλήττω διὰ τοῦ ξίφους, Νικήτ. Εὐγεν. ΙΙ. = σπαθάω ΙΙ, σπαταλῶ, Βυζ. - Παθ., καταστρέφομαι, Ἰω. Λυδ. π. Ἀρχ. Πολιτικ. 2. 1.
Greek Monolingual
ΝΜΑ σπάθη
(αμτβ.) ασκούμαι στην ξιφασκία
(νεοελλ-μσν.) (μτβ.) χτυπώ με σπαθί
αρχ.
1. απλώνω κάτι με σπάτουλα
2. σπαταλώ, διασπαθίζω
3. μέσ. σπαθίζομαι
συνηθίζω να αλείφομαι με αρωματικές ουσίες
4. παθ. καταστρέφομαι.