ἀναθέω

From LSJ
Revision as of 11:25, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναθέω Medium diacritics: ἀναθέω Low diacritics: αναθέω Capitals: ΑΝΑΘΕΩ
Transliteration A: anathéō Transliteration B: anatheō Transliteration C: anatheo Beta Code: a)naqe/w

English (LSJ)

   A run up, ἐπὶ δένδρα Ael.NA5.54, etc.: c. acc., τὰ ἀνάντη ib.13.14.    2 of plants, shoot up, ib.2.36; τὸ ὀμιχλῶδες . . ἀναθέον εἰς ὕψος Gal.18(2).178.    II run up, rise, Pl.Ti.60c.

German (Pape)

[Seite 188] (s. θέω), zurücklaufen, Plat. Tim. 60 c; hinauflaufen, emporschießen, von Pflanzen, Ael. N. A. 2, 36 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναθέω: ἀνατρέχω, τρέχω, ἐπάνω, ἀναρριχῶμαι δρομαίως, ἐπί δένδρα Αἰλ. Περὶ Ζ. 5. 54, κτλ. 2) ἐπὶ φυτῶν, ἀναδίδω, ἀναβλαστάνω. II. ἀνατρέχω, τρέχω ὀπίσω, ἐπανέρχομαι, Πλάτ. Τίμ. 60C

French (Bailly abrégé)

1 monter vivement (à la surface de l’eau);
2 grimper.
Étymologie: ἀνά, θέω.

Spanish (DGE)

I 1elevarse rápidamente ἀὴρ εἰς τὸν ἑαυτοῦ τόπον Pl.Ti.60c, (τὸ ὁμιχλῶδες) ἀναθέον εἰς ὕψος Gal.18(2).178
dirigirse hacia arriba ἡ γὰρ παχείη φλὲψ ἐκ μιῆς ἀναθέουσα Hp.Cord.7
de plantas crecer δένδρον ... εὖ μάλα ἀναθέον Ael.NA 2.36.
2 subir, trepar διὰ τῶν κλιμάκων Plb.8.37.8, ἐπὶ τὰ δένδρα Ael.NA 5.54
correr hacia arriba c. ac. τὰ δὲ ἀνάντη ... οἱ λαγῷ ἀναθέουσι Ael.NA 13.14.
II fig. volver atrás πρὸς θεωρίαν πνευματικήν Cyr.Al.M.68.1008D.

Greek Monolingual

ἀναθέω (Α)
1. τρέχω προς τα επάνω, αναρριχώμαι, σκαρφαλώνω
2. (για φυτά) ξαναβλασταίνω
3. ανατρέχω, τρέχω προς τα πίσω, ξαναγυρίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + θέω].

Russian (Dvoretsky)

ἀναθέω: устремляться обратно, возвращаться (εἰς τὸν ἑαυτοῦ τόπον Plat.; πρὸς τοὺς οχυροὺς τόπους Plut.).