ἀνοχλίζω
ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath
English (LSJ)
A heave up, A.R.1.1167, Opp.H.5.128, Hsch. 2 heave out of the way, A.R.3.1298.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνοχλίζω: «ἀναμοχλεύω» Ἡσύχ., «ἀνακινῶ» Εὐστ., δὴ τότ’ ἀνοχλίζων τετρηχότος οἴδματος ὁλκοὺς Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1167, Ὀππ. Ἁλ. 5. 128.
Spanish (DGE)
I tr.
1 levantar ἀνοχλίζων τετρηχότος οἴδματος ὁλκούς A.R.1.1167, c. valor fact. οὐδὲ γὰρ αὐτή ... μιν ἀνοχλίζουσα θάλασσα ref. al mar en lucha contra un monstruo marino, Opp.H.5.128, ἀνοχλίζων Ἀίδης ὀρφναῖον ὀχῆα Nonn.D.36.202, cf. Hsch.
•fig. τὸν τῆς διανοίας ὀφθαλμόν Cyr.Al.M.73.325C
•en v. med. servir de soporte Paul.Sil.Ambo 110.
2 echar fuera del camino οὐδ' ἄρα μιν τυτθόν περ ἀνώχλισαν ἀντιόωντες A.R.3.1298
•arrancar de raíz τὸ λυποῦν ἀνοχλίζει ξύλον Cyr.Al.M.73.32A.
II intr. en v. med. elevarse οὗτοι τῆς γῆς ἀνοχλίζονταί πως Cyr.Al.M.73.509A.
Greek Monolingual
ἀνοχλίζω (AM)
μσν.
υποστηρίζω
αρχ.
1. ανασηκώνω
2. βγάζω κάποιον από τον δρόμο του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οχλίζω «ανακινώ, μετακινώ»].
Russian (Dvoretsky)
ἀνοχλίζω: поднимать ломом или рычагом (λᾶας Anth.).