ἀνοχλίζω

From LSJ
Revision as of 12:30, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνοχλίζω Medium diacritics: ἀνοχλίζω Low diacritics: ανοχλίζω Capitals: ΑΝΟΧΛΙΖΩ
Transliteration A: anochlízō Transliteration B: anochlizō Transliteration C: anochlizo Beta Code: a)noxli/zw

English (LSJ)

   A heave up, A.R.1.1167, Opp.H.5.128, Hsch.    2 heave out of the way, A.R.3.1298.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνοχλίζω: «ἀναμοχλεύω» Ἡσύχ., «ἀνακινῶ» Εὐστ., δὴ τότ’ ἀνοχλίζων τετρηχότος οἴδματος ὁλκοὺς Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1167, Ὀππ. Ἁλ. 5. 128.

Spanish (DGE)

I tr.
1 levantar ἀνοχλίζων τετρηχότος οἴδματος ὁλκούς A.R.1.1167, c. valor fact. οὐδὲ γὰρ αὐτή ... μιν ἀνοχλίζουσα θάλασσα ref. al mar en lucha contra un monstruo marino, Opp.H.5.128, ἀνοχλίζων Ἀίδης ὀρφναῖον ὀχῆα Nonn.D.36.202, cf. Hsch.
fig. τὸν τῆς διανοίας ὀφθαλμόν Cyr.Al.M.73.325C
en v. med. servir de soporte Paul.Sil.Ambo 110.
2 echar fuera del camino οὐδ' ἄρα μιν τυτθόν περ ἀνώχλισαν ἀντιόωντες A.R.3.1298
arrancar de raíz τὸ λυποῦν ἀνοχλίζει ξύλον Cyr.Al.M.73.32A.
II intr. en v. med. elevarse οὗτοι τῆς γῆς ἀνοχλίζονταί πως Cyr.Al.M.73.509A.

Greek Monolingual

ἀνοχλίζω (AM)
μσν.
υποστηρίζω
αρχ.
1. ανασηκώνω
2. βγάζω κάποιον από τον δρόμο του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οχλίζω «ανακινώ, μετακινώ»].

Russian (Dvoretsky)

ἀνοχλίζω: поднимать ломом или рычагом (λᾶας Anth.).