ἑταιρίζω

Revision as of 14:32, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

   A to be ἑταῖρος or comrade to any one, c. dat., ἀνδρὶ ἑταιρίσσαι Il.24.335 ; of the Graces, h.Ven.96.    2 trans. in Med., associate with oneself, choose for one's comrade, ἤ τινά που Τρώων ἑταρίσσαιτο Il.13.456, cf. Call.Dian. 206, Naumach. ap. Stob.4.23.7.    b win over, App.Hann.32, BC3.21.    II = ἑταιρεύομαι, to be a courtesan, in Act., Luc.DMeretr.7.3 ; of a man, Sch.Ar.Th.261:—Med., Ath.13.593b, Cat.Cod.Astr.8(4).169.    2 associate with ἑταῖραι, Com.Adesp.1012.

German (Pape)

[Seite 1047] ep. ἑταρίζω, 1) ein ἑταῖρος sein, sich Einem zugesellen, ihm beistehen, ἀνδρί Il. 24, 335; Gefährtinn, Geleiterinn sein, H. h. Ven. 96. – Med. sich Einen zum Gefährten wählen, ihm sich zugesellen, ἤ τινά που Τρώων ἑταρίσσαιτο, ἢ πειρήσαιτο καὶ οἶος Il. 13, 456; Callim. Dian. 206. - 2) eine Buhlerinn sein, das Gewerbe der ἑταίρα treiben, Luc. D. Meretr. 8, 2; im med., Ath. XIII, 593 b; auch vom Manne, μετά τινος, Schol. Ar. Th. 254; Poll. 6, 188.

Greek (Liddell-Scott)

ἑταιρίζω: μέλλ. -ίσω, εἶμαι ἑταῖρος ἢ σύντροφός τινος, μετὰ δοτ., ἀνδρὶ ἑταιρίσσαι Ἰλ. Ψ, 335· ἐπὶ τῶν Χαρίτων, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀφρ. 96. 2) μεταβ., ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, ἐκλέγω δι’ ἐμαυτόν, ἐκλέγω ὡς σύντροφόν μου, ἤ τινά που Τρώων ἑταιρίσσαιτο (Ἐπικ ἀντὶ ἑταιρίσαιτο), «ἑταῖρον καὶ συνεργὸν λάβοι» (Σχολ.), Ἰλ. Ν. 456, πρβλ. Ναυμάχ. 55. ΙΙ. ἑταιρεύομαι, εἶμαι πόρνη. ἐν τῷ ἐνεργ., Λουκ. Ἑταιρ. Διάλ. 8. 2· ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Ἀθήν. 593Β.

French (Bailly abrégé)

être compagnon ou compagne de, τινι.
Étymologie: ἑταῖρος.

English (Autenrieth)

aor. inf. ἑταιρίσσαι, mid. aor. opt. ἑταρίσσαιτο
act., be companion to, attend, Il. 24.335; mid., causative, take as one's companion, Il. 13.456. (Il.)

Greek Monolingual

ἑταιρίζω και ιων. τ. ἑταρίζω (Α) εταίρος
1. είμαι φίλος ή σύντροφος κάποιου («Ἑρμεία, σοὶ γάρ τε μάλιστά γε φίλτατόν ἐστιν άνδρὶ ἑταιρίσσαι», Ομ. Ιλ.)
2. μέσ. ἑταιρίζομαι
εκλέγω ως σύντροφό μου («ἢ τινά που Τρώων ἑταρίσσαιτο μεγαθύμων», Ομ. Ιλ.)
3. είμαι εταίρα, ζω εταιρικό βίο («ἴσασιν ἑταιρίζειν, οὐδὲ πιστεύουσι ῥηματίοις καὶ νεανίσκοις», Λουκιαν.)
4. συναναστρέφομαι με εταίρες
5. συμπεριφέρομαι ως μοιχός
6. μεταπείθω, προσελκύω, φέρνω κάποιον με το μέρος μου
7. υποστηρίζω κάποιον, τάσσομαι με το μέρος κάποιου.

Greek Monotonic

ἑταιρίζω: μέλ. -ίσω (ἑταῖρος),·
1. είμαι σύντροφος, συνάδελφος, συνεργάτης κάποιου, με δοτ., σε Ομήρ. Ιλ.
2. μτβ., στη Μέσ., εκλέγω για τον εαυτό μου, επιλέγω, διαλέγω ως σύντροφό μου, ἤ τινά που Τρώων ἑταιρίσσαιτο (Επικ. αντί ἑταιρίσαιτο), στο ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ἑταιρίζω:
1) быть в товарищеских отношениях, общаться (τινί Hom.): Χάριτες, αἱ θεοῖσιν πᾶσιν ἑταιρίζουσι Hom. Хариты, которые сопутствуют всем богам;
2) Luc. = ἑταιρέω - см. тж. ἑταρίζομαι.

Middle Liddell

ἑταιρίζω, ἑταῖρος
1. to be a comrade to any one, c. dat., Il.
2. trans. in Mid. to associate with oneself, choose for one's comrade, ἤ τινά που Τρώων ἑταρίσσαιτο (epic for ἑταιρίσαιτὀ Il.