ὀγδόατος
ἀγαθοὶ δὲ ἐγένοντο διὰ τὸ φῦναι ἐξ ἀγαθῶν → they were virtuous because they were sprung from virtuous men, virtuous they were because they were sprung from men of virtue
English (LSJ)
η, ον, poet. for ὄγδοος, as τρίτατος for τρίτος,
A the eighth, Il.19.246, Od.3.306, Emp. 68 ; ὀ. δεκάς Rev.Phil.22.357 ; ἡ ὀγδοάτη (sc. ἡμέρα) the eighth day, octave, Hes.Op.772, 790 (καθ' ὁγδοάδην δεκάδα prob. in Jahresh.23 Beibl.402 (Egypt)).
German (Pape)
[Seite 290] poet. = ὄγδοος, der achte (vgl. τρίτατος u. ἑβδόματος mit τρίτος u. ἕβδομος), Il. 19, 248 Od. 3, 306. 4, 82, Hes. O. 774.
Greek (Liddell-Scott)
ὀγδόᾰτος: -η, -ον, ποιητικ. ἀντὶ ὄγδοος, ὡς τρίτατος, ἀντὶ τρίτος, ὁ ὄγδοος, Ἰλ. Τ. 246, Ὀδ. Γ. 306· ἡ ὀγδοάτη (ἐξυπακ. ἡμέρα), ἡ ὀγδόη ἡμέρα, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 770, 788.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
poét. c. ὄγδοος.
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
ὀγδόατος, -άτη, -ον (Α)
(ποιητ. τ.)
1. όγδοος
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ὀγδοάτη
(ενν. ἡμέρα) η όγδοη μέρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄγδοος + κατάλ. -ατος (πρβλ. εβδόμ-ατος)].
Greek Monotonic
ὀγδόᾰτος: -η, -ον, ποιητ. αντί ὄγδοος, όπως τρίτατος αντί τρίτος, όγδοος, σε Όμηρ.
Russian (Dvoretsky)
ὀγδόᾰτος: Hom., Hes. = ὄγδοος.
Middle Liddell
ὀγδόᾰτος, η, ον [poetic for ὄγδοος, as τρίτατος for τρίτος
the eighth, Hom.