χορδεύω

From LSJ
Revision as of 14:15, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

ἐπὶ ξυροῦ γὰρ ἀκμῆς ἔχεται ἡμῖν τὰ πρήγματα → our affairs are balanced on a razor's edge, our affairs are set upon the razor's edge

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χορδεύω Medium diacritics: χορδεύω Low diacritics: χορδεύω Capitals: ΧΟΡΔΕΥΩ
Transliteration A: chordeúō Transliteration B: chordeuō Transliteration C: chordeyo Beta Code: xordeu/w

English (LSJ)

   A make into sausages: metaph., χ. τὰ πράγματα make mince-meat of state-affairs, ib.214.

Greek (Liddell-Scott)

χορδεύω: κατασκευάζω ἀλλᾶντας· μεταφ. χ. τὰ πράγματα, «χόρδευε, τέμνε, τουτέστι σύμπλεκε ἀλλήλοις καὶ συγκυκα· τὰ γὰρ ἔντερα τῶν τετραπόδων χορδὰς καλοῦσιν. ἀπὸ τῆς τέχνης οὖν τοῦ ἀλλαντοπώλου τὸ ὄνομα εἴρηται. ὥσπερ γὰρ γεμίζεις καὶ πληροῖς τὰ ἔντερα παντὸς τοῦ φυράματος, οὕτω χόρδευε καὶ τάραττε καὶ τὰ πολιτικὰ, καὶ συντάραττε καὶ σύμφυρε τὰ πράγματα» (Σουΐδ.). Ἀριστ. Ἱππ. 214· πρβλ. καταχορδεύω.

French (Bailly abrégé)

faire du boudin ; fig. χ. τὰ πράγματα manipuler les affaires publiques comme de la chair à andouille.
Étymologie: χορδή.

Greek Monolingual

ΜΑ χορδή
κατασκευάζω λουκάνικα ή πλέκω έντερα.

Greek Monotonic

χορδεύω: μέλ. -σω, φτιάχνω λουκάνικα· μεταφ., χορδεύω τὰ πράγματα, φτιάχνω κρεατόπιτα, από διάφορα κομμάτια κρέατος, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

χορδεύω: приготовлять колбасы: χ. τὰ πράγματα ἅπαντα ирон. Arph. ворочать государственными делами.

Middle Liddell

χορδεύω,
to make into sausages: metaph., χ. τὰ πράγματα to make mince-meat of state-affairs, Ar.