ἐχιδνοφαγία
From LSJ
τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)
English (LSJ)
ἡ,
A eating of vipers, Dsc.Eup.1.227.
German (Pape)
[Seite 1126] ἡ, das Essen von Nattern, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
ἐχιδνοφαγία: ἡ, τὸ ἐσθίειν ἐχίδνας, Διοσκ. 1. 234.
Greek Monolingual
ἐχιδνοφαγία, ἡ (Α)
το να τρώει κάποιος έχιδνες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έχιδνα + -φαγία (< -φαγος < θ. φαγ- του αορ. β' έ-φαγ-ον του ρ. εσθίω), πρβλ. αερο-φαγία, πολυ-φαγία].