ἱστωνάρχης
From LSJ
Φίλιππον ἐπιστῆσαι τοῖς πράγμασι τούτοις → let Philip have a hand in the business, surrender control to Philip
English (LSJ)
ου, ὁ,
A controller of weaving, PGiss.12, Ostr.1154, al.
Greek Monolingual
ἱστωνάρχης, ὁ (Α)
ο επόπτης τών υφαντουργείων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱστών + -άρχης (< ἄρχω), πρβλ. γυμνασι-άρχης, νομ-άρχης].