κλινοπάλη
From LSJ
τούτου δὲ συμβαίνοντος ἀναγκαῖον γίγνεσθαι πάροδον καὶ τροπὰς τῶν ἐνδεδεμένων ἄστρων → but if this were so, there would have to be passings and turnings of the fixed stars
English (LSJ)
[ᾰ], ἡ,
A bed-wrestling, sens. obsc., Suet.Dom.22.
German (Pape)
[Seite 1454] ἡ, das Bettringen, der Beischlaf, Sueton. Domit. 22.
Greek (Liddell-Scott)
κλῑνοπάλη: ᾰ, πάλη ἐπὶ τῆς κλίνης, μετ’ αἰσχρᾶς σημασίας, Sueton. Dom. 22.
Greek Monolingual
κλινοπάλη, ἡ (Α)
η πάλη πάνω στην κλίνη, το πάλεμα στο κρεβάτι, η συνουσία.