σμηνουργός
From LSJ
Ἐρωτώμενος διὰ τί ὀλίγους ἔχει μαθητάς, ἔφη ὅτι ἀργυρέᾳ αὐτοὺς ἐκβάλλω ῥάβδῳ → When asked why he had so few pupils, he replied ‘I chase them away with a silver stick (Diogenes Laertius 6.4.5, on the philosopher Antisthenes)
English (LSJ)
ὁ,
A bee-master, ibid., Ael.NA5.13.
German (Pape)
[Seite 911] ὁ, ein Bienenvater od. Bienenpfleger, der Bienen hält, Ael. H. A. 5, 13.
Greek (Liddell-Scott)
σμηνουργός: ὁ, = μελισσουργός, Αἰλ. π. Ζ. 5. 13, Πολυδ.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
éleveur d’abeilles.
Étymologie: σμῆνος, ἔργον.
Greek Monolingual
ὁ, Α
μελισσουργός, μελισσοκόμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σμῆνος + -ουργός (< ἔργον), πρβλ. ξυλ-ουργός].