ψαμμοδύτης

From LSJ
Revision as of 20:25, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Κόλαζε τὸν πονηρόν, ἄνπερ δυνατὸς ᾖς → Malum castiga, maxime si sis potens → Den Schurken strafe, wenn du dazu fähig bist

Menander, Monostichoi, 278
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψαμμοδύτης Medium diacritics: ψαμμοδύτης Low diacritics: ψαμμοδύτης Capitals: ΨΑΜΜΟΔΥΤΗΣ
Transliteration A: psammodýtēs Transliteration B: psammodytēs Transliteration C: psammodytis Beta Code: yammodu/ths

English (LSJ)

[ῠ], ου, ὁ,

   A like ἀμμοδύτης, sand-diver; name of a fish that buries itself in the sand, elsewh. καλλιώνυμος, Hsch.    II name for a mole, Cyran.78.

German (Pape)

[Seite 1391] ὁ, Sandkriecher Sandschlüpser, ein Fisch, Athen.; auch eine Schlange, die sich im Sande verkriecht, im Sande wohnt, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

ψαμμοδύτης: [ῠ], -ου, ὁ, ὡς τὸ ἀμμοδύτης, ὁ εἰσδυόμενος εἰς τὴν ἄμμον· ὄνομα ἰχθύος εἰς τὴν ἄμμον εἰσδυομένου, ἄλλως καλλιώνυμος· «ψαμμοδύτης· ἰχθύς, ὃν καὶ καλλιώνυμον ὀνομάζουσιν» Ἡσύχ. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 431.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ
νεοελλ.
άτομο που κάνει έρευνες στη θαλάσσια και στην ποτάμια άμμο
αρχ.
ονομασία ψαριού που χώνεται στην άμμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψάμμος «άμμος» + δύτης (< δύω «βουτώ», πρβλ. αμμο-δύτης.