τεταγμένως
Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart
English (LSJ)
Adv. pf. part. Pass. of τάσσω,
A in orderly manner, regularly, ποιεῖν τι X.Oec.8.3; ἄρχεσθαι Pl.Lg.700d; πολιτεύεσθαι Isoc.8.49; παραθεῖναι κἀφελεῖν Sosip.1.48. 2 Math. in Conics, ordinate-wise, κατάγειν, ἀνάγειν, hence ἡ τεταγμένως the ordinate, Apollon.Perg.Con. 1 Def.4, al., cf. Archim.Aequil.2.
German (Pape)
[Seite 1096] adv. part. perf. pass. von τάσσω, geordnet, regelmäßig, Plat. Legg. III, 700 c; zur gehörigen Zeit, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
τεταγμένως: Ἐπίρρ. μετοχ. παθητ. πρκμ. τοῦ τάσσω, κατὰ τρόπον τακτικόν, κανονικῶς, ἐν τάξει, ποιεῖν τι Ξεν. Οἰκ. 8, 3· ἄρχεσθαι Πλάτ. Νόμ. 700C· πολιτεύεσθαι Ἰσοκρ. 169C.
French (Bailly abrégé)
adv.
en ordre, régulièrement.
Étymologie: part. pf. Pass. de τάσσω.
Greek Monolingual
Α
επίρρ. βλ. τεταγμένος.
Greek Monotonic
τεταγμένως: επιρρ. μτχ. Παθ. παρακ. του τάσσω, με τακτικό τρόπο, με τάξη, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
τεταγμένως: надлежащим образом, правильно (ἄρχεσθαι Plat.; πολιτεύεσθαι Isocr.; διαιτᾶσθαι Plut.).
Middle Liddell
[adverb from part. perf. pass. of τάσσω
in orderly manner, Xen.