παραπολύ
ἔχεις δὲ τῶν κάτωθεν ἐνθάδ᾽ αὖ θεῶν ἄμοιρον, ἀκτέριστον, ἀνόσιον νέκυν → and you have kept here something belonging to the gods below, a corpse deprived, unburied, unholy | but keepest in this world one who belongs to the gods infernal, a corpse unburied, unhonoured, all unhallowed
English (LSJ)
Adv.
A by much, by far, Hp.Art.7 ; π. ἔλασσον Dsc.3.80 : better divisim παρὰ πολύ.
German (Pape)
[Seite 495] adv. statt παρὰ πολύ, wie es auch geschrieben wird, um Vieles, bei weitem; ἡσσηθέντες, Thuc. 2, 89; βελτίων, Luc. Nigr. 13.
Greek (Liddell-Scott)
παραπολύ: Ἐπίρρ., ὡς καὶ νῦν ἔτι, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 783· ἀλλ’ ἄμεινον διῃρημένως παρὰ πολύ, ἴδε παρὰ Γ. Ι. 5.
Greek Monolingual
ΝΑ
επίρρ. πάρα πολύ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρ. πάρα πολύ].
Russian (Dvoretsky)
παραπολύ: adv., чаще раздельно гораздо (более) Thuc., Luc.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παραπολύ [παρά, πολύς] meestal παρὰ πολύ, adv., zeer.