πάμπλειστος

From LSJ
Revision as of 12:12, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (30)

ἀναβάντα γὰρ εἰς τὴν ἀκρόπολιν, καὶ διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς λύπης προσκόψαντα τῷ ζῆν, ἑαυτὸν κατακρημνίσαι → for he ascended the acropolis and then, because he was disgusted with life by reason of his excessive grief, cast himself down the height

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πάμπλειστος Medium diacritics: πάμπλειστος Low diacritics: πάμπλειστος Capitals: ΠΑΜΠΛΕΙΣΤΟΣ
Transliteration A: pámpleistos Transliteration B: pampleistos Transliteration C: pampleistos Beta Code: pa/mpleistos

English (LSJ)

η, ον,

   A in large quantity, number, χρήματα Hdn.5.6.5; ἄργυρος Ael.NA10.50; πάμπλειστα δαπανήσας D.C.76.16.

German (Pape)

[Seite 454] superl. zu πάμπολυς.

Greek (Liddell-Scott)

πάμπλειστος: -η, -ον, πλεῖστος ὅσος, ὁ κατὰ μεγάλην ποσότητα ἢ (ἐν τῷ πληθ.) ὁ κατὰ μεγάλους ἀριθμούς, Ἡρῳδιαν. 5. 6, Αἰλ. π. Ζ. 10. 50, Δίων Κ. 76. 16.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
v. πάμπολυς.
Étymologie: πᾶν, πλεῖστος.

Greek Monolingual

πάμπλειστος, -είστη, -ον (Α, Μ πάνπλειστος, -είστη, -ον)
άφθονος, σε πολύ μεγάλη ποσότητα ή σε πολύ μεγάλο αριθμό («πάμπλειστος ἄργυρος», Αιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + πλεῖστος.