λοξόω
From LSJ
English (LSJ)
A make slanting, cast sideways, τὰς λογάδας Sophr.49:— Pass., to be or become so, Hp.Mul.1.33, Eudox. ap. Arist.Metaph.1073b20, 29, Str.6.2.1.
Greek (Liddell-Scott)
λοξόω: κάμνω τι λοξόν, ῥίπτω λοξῶς, πλαγίως, τὰς λογάδας Σώφρ. 3 Ahr.· - Παθ., εἶμαι ἢ γίνομαι λοξός, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 11. 8, 9, Στράβ. 267.
Russian (Dvoretsky)
λοξόω: делать кривым (ἡ κατὰ τὸν λελοξωμένον κύκλον φορά Anth.).