Κεφαλλήν
Ἀναβάντα γὰρ εἰς τὴν ἀκρόπολιν, καὶ διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς λύπης προσκόψαντα τῷ ζῆν, ἑαυτὸν κατακρημνίσαι → For he ascended the acropolis and then, because he was disgusted with life by reason of his excessive grief, cast himself down the height
English (LSJ)
ῆνος, ὁ, Cephallenian, pl. in Il.2.631, etc.: sg. in S.Ph. 791: Κεφαλληνία, ἡ, Cephallenia, Hdt.9.28.
Greek (Liddell-Scott)
Κεφαλλήν: ῆνος, ὁ, κάτοικος τῆς Κεφαλληνίας, πληθ. παρ’ Ὁμ., κτλ.· ἑνικ. παρὰ Σοφ. Φιλ. 791· θηλ. Κεφαλληνίς, ίδος, αἶγες... αἱ Κεφαλληνίδες Αἰλ. π. Ζ. 32· ― Κεφαλληνία, ἡ, ἡ νῆσος, Ἡρόδ. 9. 28.
French (Bailly abrégé)
ῆνος;
adj. m.
Céphallénien ; οἱ Κεφαλλῆνες IL les Céphalléniens, habitants des îles Céphalléniennes (Ithaque, Zakynthos, Doulichion, Sanès) ou d’une partie de la côte voisine.
Étymologie: Képhalos, héros athénien.
Russian (Dvoretsky)
Κεφαλλήν: ῆνος adj. m кефалленийский (ξένος Soph.).