ἀπρόξενος
From LSJ
Ἀλλ' ὑπ' ἐλπίδων ἄνδρας τὸ κέρδος πολλάκις διώλεσεν → But the profit-motive has destroyed many people in their hope for gain
English (LSJ)
ον,
A without πρόξενος, A.Supp.239.
German (Pape)
[Seite 338] ohne Gastfreund, πρόξενος Aesch. Suppl. 236.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπρόξενος: -ον, ὁ ἄνευ προξένου, Αἰσχύλ. Ἱκ. 239.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
sans hôte.
Étymologie: ἀ, πρόξενος.
Spanish (DGE)
-ον
carente de protector en un país extranjero χώραν ... ἀπρόξενοι ... μολεῖν ἔτλητ' A.Supp.239.
Greek Monolingual
ἀπρόξενος, -ον (Α)
ο χωρίς πρόξενο.
Russian (Dvoretsky)
ἀπρόξενος: не имеющий проксена (см. πρόξενος), т. е. беззащитный Aesch.