θαλασσόπλαγκτος

From LSJ
Revision as of 14:30, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

Γυναιξὶ πάσαις κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → Decus affert omni mulieri silentium → Es bringt das Schweigen Zierde einer jeden Frau

Menander, Monostichoi, 83
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θᾰλασσόπλαγκτος Medium diacritics: θαλασσόπλαγκτος Low diacritics: θαλασσόπλαγκτος Capitals: ΘΑΛΑΣΣΟΠΛΑΓΚΤΟΣ
Transliteration A: thalassóplanktos Transliteration B: thalassoplanktos Transliteration C: thalassoplagktos Beta Code: qalasso/plagktos

English (LSJ)

ον, (πλάζω)

   A made to wander o'er the sea, seatost, of ships, A.Pr.467; of a corpse, E.Hec.782:—also θᾰλασσο-πλάνητος [πλᾰ], ον, Sch.Opp.H.4.582.

German (Pape)

[Seite 1183] auf dem Meere umhergetrieben, -irrend, ναυτίλων ὀχήματα Aesch. Prom. 467, vgl. Eur. Hec. 782.

Greek (Liddell-Scott)

θᾰλασσόπλαγκτος: -ον, (πλάζω) φερόμενος ἐπὶ θαλάσσης, ἐπὶ πλοίων, ναυτίλων ὀχήματα Αἰσχύλ. Πρ. 467· ἐπὶ πτώματος, Εὐρ. Ἑκ. 782.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui erre sur mer (navire);
2 qui erre au sein de la mer (cadavre).
Étymologie: θάλασσα, πλάζομαι.

Greek Monolingual

θαλασσόπλαγκτος, -ον (Α)
αυτός που πλανιέται στη θάλασσα («θαλασσόπλαγκτα... ναυτίλων ὀχήματα», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θαλασσο- + -πλαγκτός (< πλάζω) «περιπλανώμαι», πρβλ. αιθερό-πλαγκτος, νυκτί-πλαγκτος].

Greek Monotonic

θᾰλασσόπλαγκτος: -ον (πλάζω), αυτός που έχει φτιαχτεί για να περιπλανιέται στη θάλασσα, ο θαλασσοψημένος, σε Αισχύλ., Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

θᾰλασσόπλαγκτος:
1) блуждающий по морю (ναυτίλων ὀχήματα Aesch.);
2) несомый морскими волнами (sc. νεκρός Eur.).

Middle Liddell

θᾰλασσό-πλαγκτος, ον πλάζω
made to wander o'er the sea, sea-tost, Aesch., Eur.