κάγ
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
English (LSJ)
poet. form for κατά before γ, κὰγ γόνυ for κατὰ γόνυ, Il.20.458;
A κὰγ γόνων Sapph.44; κὰγ γᾶν dub. in SIG179.9 (Boeot., iv B.C.).
Greek (Liddell-Scott)
κάγ: σπάνιον ποιητ. τύπος ἀντὶ τοῦ κατὰ πρὸ τοῦ γ, κὰγ γόνυ ἀντὶ κατὰ γόνυ· κὰγ γόνυ δουρὶ βαλὼν Ἰλ. Υ. 458· κὰγ γόνων Σαπφὼ 25 (50).
French (Bailly abrégé)
p. apocope et assimilation poét. pour κατά devant un γ : κὰγ γόνυ.
English (Autenrieth)
see κατά.
Greek Monotonic
κάγ: Επικ. αντί κατά πριν από το γ, κὰγ γόνυ αντί κατὰ γόνυ, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
κάγ: эп. = κατά перед начальной γ следующего слова; только в выраж.: κὰγ γόνυ Hom. (= κατὰ γόνυ) в колено.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κάγ ep. en Aeol. apoc. van κατά ( voor κ, γ, χ).