καμπύλοχος
From LSJ
τὸ γὰρ μυστήριον ἤδη ἐνεργεῖται τῆς ἀνομίας· μόνον ὁ κατέχων ἄρτι ἕως ἐκ μέσου γένηται. (2Thess 2:7) → For the mystery of lawlessness is already at work — just at work until the one who is now constraining it is taken out.
English (LSJ)
[ῠ], ον,
A with curved carriage, κερκίδες, i.e. ploughs, Orph.Fr.33.
German (Pape)
[Seite 1319] mit gekrümmten Rädern, Orph. bei Ol. Al. Str. V p. 675, nach Lob. em. für καμπυλόχρως.
Greek (Liddell-Scott)
καμπύλοχος: -ον, ἔχων καμπύλους τροχούς, ἐπὶ το ἀρότρου, Ὀρφ. παρὰ Κλή. Ἀλ. 675, ἐν τέλ. (κατὰ Λοβ. ἀντὶ τῆς ἡμαρτημένης γραφῆς καμπυλόχρως).
French (Bailly abrégé)
[ῠ] ον,
aux roues arrondies, ORPH. (CLÉM. 675).
Étymologie: καμπύλος, ὄχος.
Greek Monolingual
καμπύλοχος, -ον (Α)
(για άροτρο) αυτός που έχει καμπύλους τροχούς, καμπυλότροχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καμπύλος + -οχος (< ὀχοῦμαι), πρβλ. νή-οχος].