συκία
From LSJ
κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλιν → bend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps
English (LSJ)
ἡ, Heraclean Dor. for συκῆ, Tab.Heracl.1.172; also Aeol., IG12(2).74.7 (Mytil.): but Dor. συκέα in an Inscr. of Halaesa, ib.14.352 i 66 (i B.C.).
German (Pape)
[Seite 973] ἡ, dor. statt συκέα, Tabul. Heracl.
Greek (Liddell-Scott)
σῡκία: Δωρ. συκέη, Ἡρακλεωτ. Πίν. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 5774. 172· ἀλλὰ συκέα ἔν τινι ἐπιγραφῇ.
Greek Monolingual
ἡ, Α
(ηρακλεωτ. και δωρ. και αιολ.τ.) βλ. συκιά.
Greek Monolingual
ἡ, Α
(ηρακλεωτ. και δωρ. και αιολ.τ.) βλ. συκιά.