τετραοίδιος

From LSJ
Revision as of 14:47, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Οὐκ ἔστιν οὐδὲν κτῆμα κάλλιον φίλου → Nulla est amico pulchrior possessio → Als einen Freund gibt's keinen schöneren Besitz

Menander, Monostichoi, 423
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τετρᾰοίδιος Medium diacritics: τετραοίδιος Low diacritics: τετραοίδιος Capitals: ΤΕΤΡΑΟΙΔΙΟΣ
Transliteration A: tetraoídios Transliteration B: tetraoidios Transliteration C: tetraoidios Beta Code: tetraoi/dios

English (LSJ)

ον,

   A of four notes, in Music, name of a Νόμος of Terpander, Plu.2.1132d.

German (Pape)

[Seite 1098] von viererlei Melodie, Plut.

Greek (Liddell-Scott)

τετραοίδιος: -ον, σύνθετος ἐκ τεσσάρων ῥυθμῶν, ἐν τῇ μουσικῇ, Πλούτ. 2. 1132D, ἴσως διορθωτ. τετραῴδιος.

Greek Monolingual

-ον, Α
(ως ονομασία νόμου του Τερπάνδρου) ο σύνθετος από τέσσερεις ρυθμούς, αυτός που έχει μελωδία τεσσάρων ειδών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + ἀοιδή «ωδή, τραγούδι» + κατάλ. -ιος].

Russian (Dvoretsky)

τετραοίδιος: четырехнотный (ὁ κιθαρῳδίας νόμος Plut.).