ἀντίχειρ
χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.
English (LSJ)
(sc. δάκτυλος, which is supplied in Heliod. ap. Orib.48.54.1, S.E.M.1.137, Gp.4.12.13), ὁ,
A thumb, as being opposite to the fingers, Sor.1.103, Dsc.5.79, Plu.2.761c, etc. II responsive to the touch, βόμβοι κυμβάλων Diog.Trag.1.4 (Casaubon). III Subst. (sc. σωλήν, inverse tube of alembic, Zos.Alch.p.225B.
German (Pape)
[Seite 264] ειρος, ὁ, der Daumen, als der den vier andern Fingern entgegenstehende Theil der Hand, Poll. 2, 145. 148, wo auch ἀντιχειρία steht; Macrob.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντίχειρ: (δηλ. δάκτυλος, ὅπερ ὑπάρχει ἐν Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 137), ὁ, ὁ μέγας δάκτυλος, ὁ πλησίον τοῦ λιχανοῦ δάκτυλος, ἀπέκοψε τὸν ἀντίχειρα Πλούτ. 2. 761C, Πολυδ. Β΄, 145˙ ὁ μέγας δάκτυλος πρὸς τὸ λοιπὸν τῆς χειρὸς ἀντίθεσιν ἔχει (ὅθεν καὶ ἀντίχειρ) Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 2. 11, 3.
French (Bailly abrégé)
χειρος (ὁ) :
le pouce, litt. le doigt qui fait face au reste de la main.
Étymologie: ἀντί, χείρ.
Spanish (DGE)
-ος
1 que responde a βόμβοι ... ἀ. κυμβάλων Diog.Ath.1.4.
2 que se opone a los otros dedos ἀ. δάκτυλος el pulgar Heliod. en Orib.48.54.1, S.E.M.1.137, Gp.4.12.13
•tb. subst. ὁ ἀ. el pulgar οὐλὴ ἀντίχειρι δεξιῷ una cicatriz en el pulgar derecho, PMich.584.4 (I d.C.), SB 5661.18 (I d.C.), οὐλὴ ἀντίχιρει (sic) ἀριστ(ερᾷ) PFay.91.12 (I d.C.), τὸν ἀντίχειρα τῆς εὐωνύμου χειρός Dsc.5.79, cf. Plu.2.761c, Philostr.VA 3.46, Hero Geom.184.24.
3 que tiene forma de dedo pulgar σωλήν Zos.Alch.p.225.
Russian (Dvoretsky)
ἀντίχειρ: χειρος ὁ большой палец руки Plut., Sext.