ἀρκυστασία

From LSJ
Revision as of 15:31, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

ῥᾷον ὀμνύναι κἀπιορκεῖν ἢ ὁτιοῦν → they thought less of swearing and perjuring themselves than of anything else in the world

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρκυστᾰσία Medium diacritics: ἀρκυστασία Low diacritics: αρκυστασία Capitals: ΑΡΚΥΣΤΑΣΙΑ
Transliteration A: arkystasía Transliteration B: arkystasia Transliteration C: arkystasia Beta Code: a)rkustasi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A line of nets, in pl., X.Cyn.6.6. (Also ἀρκυο- Artem. 2.11, 3.59.)

German (Pape)

[Seite 354] ἡ, das Aufstellen des Netzes, Stellnetz, Xen. Cyn. 6, 6.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρκυστᾰσία: ἡ, ἡ στάσις τῶν θηρευτικῶν δικτύων, -στάσιον, τό, ὁ τόπος ἐν ᾧ ἵστανται τὰ θηρευτικὰ δίκτυα, Ξεν. Κυν. 6. 6, Πολυδ. Ε΄, 32· ― διάφ. γρ. ἀρκυοστασία, ἀρκυοστάσιον.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
action de tendre les filets à la chasse ; filets de chasse tendus.
Étymologie: ἄρκυς, στατός.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ

• Alolema(s): ἀρκυο- Artem.2.11, 3.59
trampa de redes para cazar καθαρὰς ποιούμενος τὰς ἀρκυστασίας X.Cyn.6.6, ἀ. καὶ ... νεφέλαι ... πρὸς θήραν Artem.2.11, cf. 3.59, τῶν δικτύων τὴν στάσιν ἢ καλεῖται ἀ. Poll.5.32.

Greek Monolingual

ἀρκυστασία, η (Α) αρκύστατος
ο τρόπος, η σειρά τοποθέτησης των κυνηγετικών διχτυών.

Greek Monotonic

ἀρκυστᾰσία: ἡ, ή -στάσιον, τό, γραμμή, σειρά από δίχτυα, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἀρκυστᾰσία: ἡ расставленные сети Xen.

Middle Liddell

a line of nets, Xen.