εἰσάγαν
From LSJ
Γέλως ἄκαιρος κλαυθμάτων παραίτιος → Grave est malum homini risus haud in tempus → Zur falschen Zeit gelacht, hat Tränen schon gebracht
English (LSJ)
Adv., strengthd. for ἄγαν, Tz.H.1.11,210.
German (Pape)
[Seite 739] verstärktes ἄγαν, Procop.
Greek (Liddell-Scott)
εἰσάγᾱν: ἐπίρρ. ἐπιτεταμ. ἀντὶ τοῦ ἄγαν, Βυζ., ἀλλὰ καὶ διῃρημένως εἰς ἄγαν. Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 140.
Spanish (DGE)
adv. en exceso, mucho φειδωλὸς ἦν εἰ. Pall.V.Chrys.12.31, ξεσθεὶς εἰ. cruelmente desollado Pall.V.Chrys.20.87, περίλυπος εἰ. ἐγένετο Soz.HE 2.11.5, cf. 3.14.16, οὗτος κανὼν πέφυκε μακρὸς εἰ. Tz.Comm.Ar.1.46.12, χιτών ... εὐρύκολπος εἰσάγαν túnica muy amplia Tz.H.1.14, cf. 213.