ζευγελάτης
From LSJ
ἐγώ εἰμι τὸ φῶς τοῦ κόσμου· ὁ ἀκολουθῶν μοι οὐ μὴ περιπατήσῃ ἐν τῇ σκοτίᾳ ἀλλ' ἕξει τὸ φῶς τῆς ζωῆς → I am the light of the world; he that followeth me shall not walk in darkness but shall have the light of life (John 8:12)
English (LSJ)
[ᾰ], ου, ὁ,= ζευγηλάτης, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1137] Hesych. γηπόνος, = ζευγηλάτης, Treiber eines Gespanns, Xen. An. 6, 1, 8, bes. zum Pflügen.
Greek (Liddell-Scott)
ζευγελάτης: -ου, ὁ, ζευγηλάτης, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
ζευγελάτης, ό (AM)
βλ. ζευγηλάτης.