ληπτέος

From LSJ
Revision as of 15:10, 2 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="bld">A</span> [[to be" to "<span class="bld">A</span> to [[be")

Καλὸν δὲ καὶ γέροντι μανθάνειν σοφά → Addiscere aliquid digna res etiam seni → Auch einem Greis ist etwas Weises lernen Zier

Menander, Monostichoi, 297
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ληπτέος Medium diacritics: ληπτέος Low diacritics: ληπτέος Capitals: ΛΗΠΤΕΟΣ
Transliteration A: lēptéos Transliteration B: lēpteos Transliteration C: lipteos Beta Code: lhpte/os

English (LSJ)

α, ον, (λαμβάνω)

   A to be taken or accepted, Pl.Prt.356b.    II neut. ληπτέον, one must take hold, Ar.Eq.603; ἔργον λ. one must undertake, X.Mem.1.7.2; one must assume in arguing, etc., Pl.Phlb. 61a; one must take or choose, ἐκ τούτων ἐπιστάτας λ. X.Cyr.8.1.10; λ. δὲ… τίνας ὅρους λέγουσι Arist.Pol.1280a7.    2 one must take, receive, ὁμήρους δοτέον καὶ λ. X.HG3.2.18; one must submit to, πληγὰς ὑπὸ τῶν ἀμεινόνων Id.Lac.9.5.

Greek (Liddell-Scott)

ληπτέος: -α, -ον, ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ λαμβάνω, ὃν δεῖ λαμβάνειν, Πλάτ. Πρωτ. 356Β. ΙΙ. οὐδ. ληπτέον, δεῖ λαμβάνειν, Ἀριστοφ. Ἱππ. 603· ἔργον λ., πρέπει τις νὰ ἀναλάβῃ, Ξεν. Ἀπομν. 1. 7, 2· πρέπει τις νὰ λάβῃ ὡς δεδομένον ἐν συλλογισμῷ, κτλ., Πλάτ. Φίληβ. 34D, 61A· πρέπει τις νὰ λάβῃ ἢ ἐκλέξῃ, ἐκ τούτων ἐπιστάτας λ. Ξεν. Κύρ. 8. 1, 10· λ. δέ... τίνας ὅρους λέγουσιν Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 9, 1. 2) πρέπει τις νὰ λάβῃ, νὰ δεχθῇ, ὁμήρους δοτέον καὶ λ. Ξεν. Ἑλλ. 3. 2, 18· πρέπει τις νὰ ὑποκύψῃ εἴς τι, νὰ «πάρῃ», πληγὰς ὑπό τινος ὁ αὐτ. ἐν Λακ. 9. 5.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
adj. verb. de λαμβάνω.

Greek Monotonic

ληπτέος: -α, -ον, ρημ. επίθ. του λαμβάνω·
I. αυτός που πρέπει να ληφθεί ή να γίνει δεκτός, σε Πλάτ.
II. 1. ουδ. ληπτέον, αυτό που κάποιος πρέπει να πιάσει, να λάβει, να αποδεχτεί, σε Αριστοφ.· αυτό που κάποιος πρέπει να αναλάβει, σε Ξεν.· αυτό που κάποιος πρέπει να λάβει ή να επιλέξει, στον ίδ.
2. αυτό που κάποιος πρέπει να λάβει, να δεχθεί, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ληπτέος: adj. verb. к λαμβάνω.

Middle Liddell

ληπτέος, η, ον verb. adj. of λαμβάνω,]
I. to be taken or accepted, Plat.
II. neut. ληπτέον, one must take hold, Ar.: one must undertake, Xen.; one must take or choose, Xen.
2. one must take, receive, Xen.