λοξεύω

From LSJ
Revision as of 22:05, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Τούτῳ τῷ λόγῳ χρήσαιτο ἄν τις ἐπ' ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων οἳ παραδόξως ἀλαζονεύονται, μηδὲ τὰ κοινὰ τοῖς ἀνθρώποις ἐπιτελεῖν δυνάμενοι → One would use this fable for those who give themselves unreasonable airs, but can't handle everyday life (Aesop 40)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λοξεύω Medium diacritics: λοξεύω Low diacritics: λοξεύω Capitals: ΛΟΞΕΥΩ
Transliteration A: loxeúō Transliteration B: loxeuō Transliteration C: lokseyo Beta Code: loceu/w

English (LSJ)

   A = λοξόω, τὸν ὀφθαλμόν Lib.Descr.30.18; λελοξευμένα obscure or symbolical language, Syn.Alch.p.63 B.

Greek (Liddell-Scott)

λοξεύω: λοξόω, Λιβάν. 4. 1072.

Greek Monolingual

(AM λοξεύω, Μ και λοξεύγω) λοξός
κάνω κάτι λοξό, πλαγιάζω («λοξεύειν τὸν ὀφθαλμόν», Λιβάν.)
νεοελλ.-μσν.
παρεκκλίνω από την ευθεία πορεία, προχωρώ λοξά
αρχ.
(το ουδ. πληθ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) λελοξευμένα
ασαφής ή συμβολική γλώσσα.