οἵτινες πόλιν μίαν λαβόντες εὐρυπρωκτότεροι πολύ τῆς πόλεος ἀπεχώρησαν ἧς εἷλον τότε → after taking a single city they returned home, with arses much wider than the city they captured
Full diacritics: λαίβα | Medium diacritics: λαίβα | Low diacritics: λαίβα | Capitals: ΛΑΙΒΑ |
Transliteration A: laíba | Transliteration B: laiba | Transliteration C: laiva | Beta Code: lai/ba |
ἀσπίς, τρίβων, πέλτη, Hsch. λαίγματα· πέμματα, οἱ δὲ σπέρματα, ἱερὰ ἀπάργματα, Id., cf. Cyr., Phot. (λάγμ-);
A v. λαῖμα.
λαίβα (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «ἀσπίς, τρίβων, πέλτη».
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με τη λ. λαιός ΙΙ].