μυΐνδα
From LSJ
ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat
English (LSJ)
παίζειν,
A play at χαλκῆ μυῖα, Poll.9.110,113, Hsch.
German (Pape)
[Seite 216] παίζειν, Blinzens spielen, ein Kinderspiel mit verschlossenen Augen, wie unser Blindekuh (vgl. μ υῖα), Poll. 9, 110. 113.
Greek (Liddell-Scott)
μυΐνδα: ἴδε ἐν λ. μυῖα ΙΙ.
Greek Monolingual
μυΐνδα (Α)
επίρρ. (συν.) φρ. «μυΐνδα παίζειν» — το να παίζει κανείς την τυφλόμυγα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μυῖα «μύγα» + επιρρμ. κατάλ. -ίνδα (πρβλ. ελκυστ-ίνδα, κρυπτίνδα)
η επιρρηματική όμως κατάλ. του τ. πιθ. συνδέει τη λ. με το ρ. μύω «φυλάγομαι, κρατώ μυστικά»].