ἀνάπαλος
Ἡ δ' ἐμὴ ψυχὴ πάλαι τέθνηκεν, ὥστε τοῖς θανοῦσιν ὠφελεῖν → My soul died long ago so that I could give some help to the dead
English (LSJ)
A v. ἄμπαλος: κατ' ἄμπαλον μισθοῦν by auction, IG9(2).205.15 (Thess.). II a word coined to expl. ἀναπάλη, Ath.14.631d.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνάπᾰλος: συνῃρ. ἄμπαλος, ου, ὁ, = ἀνάπαλσις: - ἀλλὰ κατ’ ἄμπαλον, διὰ δημοπρασίας, Ἐπιγρ. Θεσπ. ἐν Ussing 2. 15.
Spanish (DGE)
(ἀνάπᾰλος) -ου, ὁ
• Alolema(s): ἄμπᾰλος Pi.O.7.61, IG 9(2).205.15 (Melitea III d.C.), Eust.64.44
I 1repetición de las suertes ἄμπαλον μέλλεν θέμεν iba a repetir el sorteo Pi.l.c., cf. Eust.l.c., 1434.28.
2 renovación de contrato κατ' ἄμπαλον μισθούντω IG l.c.
II τὸ ἀ. falsa palabra para explicar ἀναπάλη Ath.631b.
Greek Monolingual
(I)
-η, -ο 1. απαλός, μαλακός
2. (για πρόσωπα) α) οκνηρός, τεμπέλης
β) ανίκανος, αδέξιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν(α)- + απαλός].
(II)
ἀνάπαλος και ποιητ. ἄμπαλος, ο (Α) ἀναπάλλω
1. η ανάπαλση
2. φρ. «κατ’ ἄμπαλον μισθοῡν», με δημοπρασία.