ἐκτότης

From LSJ
Revision as of 14:41, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

Νέος ὢν ἀκούειν τῶν γεραιτέρων θέλε → Audi libenter, ipse adhuc iuvenis, senes → Als junger Mann hör' gerne auf die Älteren

Menander, Monostichoi, 384
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκτότης Medium diacritics: ἐκτότης Low diacritics: εκτότης Capitals: ΕΚΤΟΤΗΣ
Transliteration A: ektótēs Transliteration B: ektotēs Transliteration C: ektotis Beta Code: e)kto/ths

English (LSJ)

ητος, ἡ,

   A being ἐκτός, absence, νόσου Gal.10.54.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκτότης: -ητος, ἡ, τὸ εἶναι ἐκτός, ἀπουσία, νόσου Γαλην. 10. 54.

Spanish (DGE)

-ητος, ἡ ausencia νόσου Gal.10.54, ὑγείας Gal.10.56.

Greek Monolingual

ἐκτότης, η (Α)
το να είναι κάποιος ή κάτι εκτός, η έλλειψη, η απουσίαεκτότης νόσου» — απουσία νόσου, Γαλην.).