ὀλιγόγονος

From LSJ
Revision as of 15:44, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch

Menander, Monostichoi, 172
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀλῐγόγονος Medium diacritics: ὀλιγόγονος Low diacritics: ολιγόγονος Capitals: ΟΛΙΓΟΓΟΝΟΣ
Transliteration A: oligógonos Transliteration B: oligogonos Transliteration C: oligogonos Beta Code: o)ligo/gonos

English (LSJ)

ον, (γονή)

   A producing few offspring, ζῷα ὀ., opp. πολύγονα, Hdt.3.108, Arist.HA558b28 ; unprolific, Vett.Val.5.25 ; of plants, Thphr.HP8.4.4 : Comp. -ώτερος Arist.HA570b32.

German (Pape)

[Seite 320] wenig hervorbringend, unfruchtbar; Her. 3, 108; Arist.

Greek (Liddell-Scott)

ὀλῐγόγονος: -ον, (γενέσθαι) ὀλίγα ἑκάστοτε γεννῶν, ζῷα ὀλ., ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ πολύγονα, Ἡρόδ. 3. 108, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 1, 5· συγκρ. -ώτερος αὐτόθι 6. 17, 9· - ὀλῐγογονία, ἡ, τὸ τίκτειν ὀλίγα ἑκάστοτε, ἀντίθετον τῷ πολυγονία, Πλάτ. Πρωτ. 321Β.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui produit peu, peu fécond.
Étymologie: ὀλίγος, γίγνομαι.

Greek Monolingual

ὀλιγόγονος, -ον (Α)
1. (για ζώα) αυτός που γεννά κάθε φορά λίγα μόνο νεογνά
2. (για ζώα και φυτά) στείρος, άγονος, άκαρπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο)- (βλ. λ. λιγο) + -γονος (< γόνος < γίγνομαι), πρβλ. πολύ-γονος].

Greek Monotonic

ὀλῐγόγονος: -ον, αυτός που γεννά μικρό αριθμό νεοσσών σε κάθε γέννα, άκαρπος, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

ὀλῐγόγονος: малоплодовитый (ζῷα Her., Arst.).

Middle Liddell

ὀλῐγό-γονος, ον,
producing few at a birth, Hdt.