ὀψείω

From LSJ
Revision as of 15:44, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Ἔργων πονηρῶν χεῖρ' ἐλευθέραν ἔχε → Mali facinoris liberam serva manum → Von schlechten Taten halte deine Hände frei

Menander, Monostichoi, 148
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀψείω Medium diacritics: ὀψείω Low diacritics: οψείω Capitals: ΟΨΕΙΩ
Transliteration A: opseíō Transliteration B: opseiō Transliteration C: opseio Beta Code: o)yei/w

English (LSJ)

(ὄψομαι) Desiderat. of ὁράω,

   A wish to see, c. gen., ἀϋτῆς καὶ πολέμοιο Il.14.37: impf. ὤψεον in Sophr.81.

German (Pape)

[Seite 432] desiderat. zu ὁράω, ich möchte gern sehen, c. gen., ἀϋτῆς καὶ πολέμοιο, Il. 14, 37.

Greek (Liddell-Scott)

ὀψείω: (ὄψομαι) ἐφετικὸν τοῦ ὁράω, ἐπιθυμῶ νὰ ἴδω, μετὰ γεν., ἀϋτῆς καὶ πολέμοιο Ἰλ. Ξ. 37˙ - ἐν τῷ παρατ. ὤψεον παρὰ Σώφρονι 39 Ahrens. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὀψείοντες˙ ὀπτικῶς ἔχοντες, ἰδεῖν θέλοντες».

French (Bailly abrégé)

seul. prés.
désirer voir, être curieux ou avide de, gén..
Étymologie: ὄψομαι.

English (Autenrieth)

(ὄψομαι): only part., ὀψείοντες, desiring to see, Il. 14.37.

Greek Monolingual

ὀψείω (Α)
(ως εφετικό του ορώ) επιθυμώ, θέλω να δω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀπ- του ὄπωπα + εφετική κατάλ. -(σ)είω (πρβλ. πολεμη-σείω, ναυμαχη-σείω). Η άποψη ότι το ρ. έχει σχηματιστεί από τη φρ. ὄψει ἰόντες δεν φαίνεται πιθανή].

Greek Monotonic

ὀψείω: (ὄψομαι), εφετικό του ὁράω, επιθυμώ να δω κάτι, με γεν., σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

ὀψείω: [desiderat. к ὁράω желать увидеть (ὀψείοντες ἀϋτῆς καὶ πολέμοιο Hom.).

Middle Liddell

ὀψείω, ὄψομαι
Desiderat. of ὁράω, to wish to see a thing, c. gen., Il.