Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κυκλάμινος

From LSJ
Revision as of 16:15, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b3">ᾰ], ἡ</b>" to "ᾰ], ἡ")
Menander, fragment 761
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κυκλάμῑνος Medium diacritics: κυκλάμινος Low diacritics: κυκλάμινος Capitals: ΚΥΚΛΑΜΙΝΟΣ
Transliteration A: kykláminos Transliteration B: kyklaminos Transliteration C: kyklaminos Beta Code: kukla/minos

English (LSJ)

[ᾰ], ἡ, Theoc.5.123, Dsc.2.164; also ὁ, Thphr.HP 7.9.4, 9.9.3; κυκλᾰμίς, ἡ, Orph.A.917:—

   A Cyclamen graecum, etc., Il.cc.; also κ. ἑτέρα honeysuckle, Lonicera Periclymenum, Dsc.2.165.

German (Pape)

[Seite 1526] ἡ, Saubrot, eine Pflanze mit runden Knollen, deren wohlriechende Blumen zu Kränzen genommen wurden; Theocr. 5, 123; Nic. bei Ath. XV, 684 d; Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

κυκλάμῑνος: ἡ, Θεόκρ. 5. 123, Διοσκ. 2. 194· ὡσαύτως ἀρσ., Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 9· 4· κυκλαμίς, ἡ, Ὀρφ. Ἀργ. 915· ― cyclamen, φυτόν τι μετὰ στρογγύλων βωλοειδῶν ῥιζῶν φέρον εὐῶδες ἄνθος χρήσιμον εἰς τὴν κατασκευὴν στεφάνων.

Greek Monolingual

κυκλάμινος, ἡ και ὁ (Α)
το φυτό κυκλάμινο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. σχηματισμένη από τον τ. κύκλος, κατά το σησάμινος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κυκλάμινος -ου, ἡ [κύκλος] cyclaam (plant).

Russian (Dvoretsky)

κῠκλάμινος: (ᾰ) ἡ бот. цикламен Theocr.