φανερώνω
From LSJ
Υἱῷ μέγιστον ἀγαθόν ἐστ' ἔμφρων πατήρ → Prudente patre bonum non maius filio → Dem Sohn ist ein verständiger Vater größtes Gut
Greek Monolingual
φανερῶ, -όω, ΝΜΑ φανερός
1. καθιστώ κάτι φανερό, εμφανίζω, παρουσιάζω
2. αποκαλύπτω
νεοελλ.
1. δηλώνω, σημαίνω («τα λόγια του φανερώνουν μεγάλη αγάπη για τη ζωή»)
2. (σχετικά με μυστικό) μαρτυρώ
αρχ.
1. κάνω γνωστό, κάνω περίφημο κάτι
2. αναδεικνύω κάτι σε όλη του την αίγλη
3. παθ. φανεροῡμαι, -όομαι
α) αναδεικνύομαι, αναλάμπω («νυνὶ δὲ χωρὶς νόμου δικαιοσύνη θεοῡ πεφανέρωται», ΚΔ)
β) αστρον. γίνομαι ορατός.