bridal
From LSJ
Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau
English > Greek (Woodhouse)
substantive
P. and V. γάμος, ὁ, P. τὰ γαμικά, V. νυμφεῖα, τά, νύμφευμα, τά, Ar. and V. ὑμέναιος, ὁ; see marriage.
adjective
Ar. and P. γαμικός, P. and V. νυμφικός (Plato), Ar. and V. γαμήλιος, νυμφευτήριος, Ar. νυμφίδιος.
bridal chamber, subs.: V. θάλαμος, ὁ, νυμφεῖον, τό, εὐνατήριον, τό.
bridal gifts, subs.: V. ἕδνα, τά (Eur., Andromache 2 and 153), φερναί, αἱ (Eur., Medea 956).
bridal song, subs.: Ar. and V. ὑμέναιος, ὁ.