criminal
From LSJ
Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt
English > Greek (Woodhouse)
substantive
Use adj., P. and V. κακοῦργος, V. λεωργός, or P. and V. part. ὁ ἀδικῶν.
adjective
P. and V. ἄδικος, κακός, ἀνόσιος, κακοῦργος, παράνομος (Eur., Medea 1121).
criminal prosecution, subs.: Ar. and P. γραφή, ἡ.
Spanish > Greek
βιοθανής, δολίφονος, ἀνθρωπόλεθρος, δραματουργός, ἄθεσμος, ἔκθεσμος, ἀτάσθαλος, ἄθεος, δικρανοφόρος, ἀθέμιστος, ἀπάλαμνος, ἐγκληματικός, ἀθεσμόβιος, ἐναγής