ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητος → where there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting
P. and V. μηχάνημα, τό, σόφισμα, τό, πόρος, ὁ, τέχνημα, τό (Plato), μηχανή, ἡ.
invention: P. and V. εὕρημα, τό, Ar. and V. ἐξεύρημα, τό.
crest: Ar. and V. σημεῖον, τό, V. σῆμα, τό, ἐπίσημα, τό.
without device, adj.: V. ἄσημος.