disaster

From LSJ
Revision as of 09:16, 20 May 2020 by Spiros (talk | contribs) (Woodhouse1 replacement)

Σοφία δὲ πλούτου κτῆμα τιμιώτερον → Pretiosior res opipus est sapientia → Die Weisheit ist mehr wert als Säcke voller Geld

Menander, Monostichoi, 482

English > Greek (Woodhouse)

woodhouse 228.jpg

substantive

P. and V. συμφορά, ἡ, κακόν, τό, σφάλμα, τό, πάθος, τό, πάθημα, τό, P. ἀτυχία, ἡ, ατύχημα, τό, δυστυχία, ἡ, δυστύχημα, τό, πταῖσμα, τό.