discontented
From LSJ
English > Greek (Woodhouse)
adjective
morose: P. and V. δύσκολος, δυσχερής, δυσάρεστος, P. δύστροπος.
angry: Ar. and P. χαλεπός, P. and V. πικρός.
be discontented, v.: P. δυσχεραίνειν, Ar. and P. σχετλιάζειν, δυσκολαίνειν (Plato).