glory
From LSJ
Ἐπ' ἀνδρὶ δυστυχοῦντι μὴ πλάσῃς κακόν → Miseri miseriae ne quid affingas mali → Vermehre nicht dem Unglücksraben noch sein Leid
English > Greek (Woodhouse)
substantive
honour, fame: P. and V. δόξα, ἡ, τιμή, ἡ, κλέος, τό (rare P.), εὐδοξία, ἡ, ἀξίωμα, τό, ὄνομα, τό, Ar. and V. εὔκλεια, ἡ, κῦδος, τό, V. κληδών, ἡ.
the general wins all the glory: V. ὁ στρατηγὸς τὴν δόκησιν ἄρνυται (Eur., Andromache 696).
splendour, magnificence: P. λαμπρότης, ἡ, P. and V. σχῆμα, τό, πρόσχημα, τό, V. χλιδή, ἡ, ἀγλάϊσμα, τό, ἄγαλμα, τό, P. μεγαλοπρέπεια, ἡ.
the glory of, boast of: P. and V. σχῆμα, τό, V. πρόσχημα, τό, ἄγαλμα, τό, φάος, τό, φῶς, τό, αὔχημα, τό.