rend
From LSJ
μηδέ μοι ἄκλαυστος θάνατος μόλοι, ἀλλὰ φίλοισι καλλείποιμι θανὼν ἄλγεα καὶ στοναχάς → may death not come to me without tears, but when I die may I leave my friends with sorrow and lamentation
English > Greek (Woodhouse)
verb transitive
P. and V. καταρρηγνύναι, σπαράσσειν (Plato), Ar. and V. καταξαίνειν (also Xen.), διασπαράσσειν, διασπᾶσθαι, V. ῥηγνύναι (rare P. uncompounded), σπᾶν, κνάπτειν, ἀρταμεῖν, διαρταμεῖν.
rend in pieces: V. διαφέρω, διαφέρειν, Ar. and V. διαφορεῖν.