βαρυφροσύνη
Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)
English (LSJ)
ἡ,
A melancholy, Plu.2.710f (pl.), Fr.inc.146; indignation, Id.Cor.21, Porph ap.Stob.1.49.60 (prob.).
German (Pape)
[Seite 435] ἡ, Schwermuth, Plut. Cor. 21.
Greek (Liddell-Scott)
βᾰρυφροσύνη: ἡ, μελαγχολία, βαρυθυμία,Πλούτ. 2.710Ε· ἀγανάκτησις,ὁ αὐτ.Κορ.21.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
1 accablement de l’esprit, tristesse, mélancolie;
2 irritation, indignation.
Étymologie: βαρύφρων.
Spanish (DGE)
-ης
1 melancolía τὰ πένθη καὶ τὰς βαρυφροσύνας Plu.2.710e.
2 indignación ὑπ' ὀργῆς καὶ βαρυφροσύνης Plu.Cor.21.
Greek Monolingual
βαρυφροσύνη, η (Α) βαρύφρων
1. δυσθυμία
2. αγανάκτηση.
Greek Monotonic
βᾰρῠφροσύνη: [ῠ], ἡ, μελαγχολία, βαρυθυμία, αγανάκτηση, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
βαρυφροσύνη: ἡ
1) негодование, досада Plut.;
2) подавленность, печаль Plut.
Middle Liddell
gloominess, indignation, Plut.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βαρυφροσύνη -ης, ἡ βαρύφρων zwaarmoedigheid; verontwaardiging, wrok.