βιβλίδιον
Ὥσπερ αὐτοῦ τοῦ ἡλίου μὴ ὄντος καυστικοῦ, ἀλλ' οὔσης ζωτικῆς καὶ ζωοποιοῦ θέρμης ἐν αὐτῷ καὶ ἀπλήκτου, ὁ ἀὴρ παθητικῶς δέχεται τὸ ἀπ' αὐτοῦ ϕῶς καὶ καυστικῶς· οὕτως οὖν ἁρμονίας οὔσης ἐν αὐτοῖς τινὸς καὶ ἑτέρου εἴδους ϕωνῆς ἡμεῖς παθητικῶς ἀκούομεν → Just as although the Sun itself does not cause burning but has a heat in it that is life-giving, life-engendering, and mild, the air receives light from it by being affected and burned, so also although there is a certain harmony and a different kind of voice in them, we hear it by being affected.
English (LSJ)
[ῑδ], τό, Dim. of βιβλίον, D.56.1, Plb.23.2.5 (βυβλ-), SIG663.20 (Delos, iii/ii B. C.), AP12.208 (Strat.), Antiph.162 : βιβλείδιον, τό,
A petition, Lat. libellus, POxy.1032.4 (ii A. D.), etc.; ἐπὶ βιβλειδίων, = Lat.a libellis, IG14.1072:—written βυβλείδιον Demetr. Lac.Herc.1012.35F., 1013.12F.
German (Pape)
[Seite 444] τό, dim. von βιβλίς, Dem. 56, 1; Pol. 24, 2; Plut. öfter, z. B. Brut. 13; Strat. 50 (XII, 208).
Greek (Liddell-Scott)
βιβλίδιον: [ῑδ], τό, ὑποκορ. τοῦ βιβλίς, Δημ. 1283, 5, Ἀνθ. ΙΙ. 12. 208, Ἀντιφ. Μύλ. 1· ὡσαύτως βιβλιδάριον, τό, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 596.
Greek Monolingual
βιβλίδιον, το (Α)
μικρό βιβλίο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βιβλῑδιον πιθ. με συναίρεση < βιβλι- ίδιον υποκορ. του βιβλίον.
Greek Monotonic
βιβλίδιον: [ῑ], τό, υποκορ. του βίβλος, σε Δημ., Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
βιβλίδιον: (ῑ) τό книжечка или письмецо Dem. etc.