γοήτευμα
Γυναικὶ κόσμος ὁ τρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid
English (LSJ)
ατος, τό,
A spell, charm, Pl.Phlb.44c, Alciphr.3.17, Ael. NA3.17, Agath.Praef.; τὸ γ. τῆς φύσεως Porph.Abst.1.43.
German (Pape)
[Seite 500] τό, Zauberstück, Trug, Ggstz ἡδονή, Plat. Phil. 44 c; Sp. öfter.
Greek (Liddell-Scott)
γοήτευμα: τό, μαγικὸν τέχνασμα, παίγνιον, μαγγανεία, Πορφύρ. Β. Πυθ. 70, Πλάτ. Φιλ. 44C, Ἀλκίφρων 3. 17.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
c. γοητεία.
Étymologie: γοητεύω.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
1 hechizo, seducción καὶ αὐτὸ τοῦτο ... ἡδονὴν εἶναι Pl.Phlb.44c, cf. Ael.NA 3.17, Agath.proem.7, Aristaenet.2.18.42, tb. plu. τοὺς ἀθλίους τουτουσὶ θέλγε τοῖς γοητεύμασιν Alciphr.2.14.2, τοῖς φαρμάκοις καὶ τοῖς γοητεύμασι Plot.4.4.40.
2 encanto, fascinación que produce sobre el alma la vida terrena τὸ γ. τῆς φύσεως Porph.Abst.1.43, cf. 28.
Greek Monolingual
γοήτευμα, το (Α) γοητεύω
μαγικό τέχνασμα, μάγια.
Russian (Dvoretsky)
γοήτευμα: ατος τό обольщение, навождение, обман (γ., ἀλλ᾽ οὐχ ἡδονή Plat.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γοήτευμα -ατος, τό γοητεύω betovering, toverij.