διάπλεγμα
From LSJ
Menander, fragment 761
English (LSJ)
ατος, τό,
Greek (Liddell-Scott)
διάπλεγμα: τό, τὸ μετά τινος συμπεπλεγμένον, ὕφασμα, Εὐστ. 1571. 56.
Spanish (DGE)
-ματος, τό trama del telar, Eust.1571.56.
Greek Monolingual
το (Α διάπλεγμα) διαπλέκω
πλέγμα, πλεκτό κατασκεύασμα
αρχ.
(για ύφασμα) συμπλεγμένο ή συνυφασμένο με κάτι άλλο.