εἰσφθείρομαι

From LSJ
Revision as of 20:20, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")

ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςlife is not worth living if you do not have at least one friend

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἰσφθείρομαι Medium diacritics: εἰσφθείρομαι Low diacritics: εισφθείρομαι Capitals: ΕΙΣΦΘΕΙΡΟΜΑΙ
Transliteration A: eisphtheíromai Transliteration B: eisphtheiromai Transliteration C: eisftheiromai Beta Code: ei)sfqei/romai

English (LSJ)

aor. -εφθάρην [ᾰ],

   A make entry to one's undoing, εἰς τὴν βασιλείαν J.BJ1.26.1, cf. Poll.9.158, Suid.s.v. εἰσέρρησεν; as an abusive term, οὐκ εἰσφθερεῖσθε θᾶττον.. ἐκποδών; Men. Pk.276 ; θᾶττον εἰσφθάρηθι σύ Id.Sam.229.

German (Pape)

[Seite 746] sich zum Unglück wohin begeben, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

εἰσφθείρομαι: εἰσκωμάζω, εἰσβιάζομαι, ῥῆμα δηλοῦν κατάραν, ταῖς ἐκκλησίαις ἡμῶν εἰσεφθάρη, εἰσεκώμασεν, ἀλλ’ εἴθε νὰ ἐφθείρετο εἰσκωμάζων, Πολυδ. Θ΄, 158, Γρηγ. Ναζ., κλ.

Spanish (DGE)

1 cóm. irse a paseo, irse al cuerno οὐκ εἰσφθερεῖσθε θᾶττον ὑμεῖς ἐκποδών; Men.Pc.526, θᾶττον εἰσφθάρηθι σύ piérdete de una vez Men.Sam.574.
2 entrar para ruina o destrucción πόθῳ χρημάτων εἰς τὴν βασιλείαν εἰσφθαρείς I.BI 1.513, cf. Poll.9.158, Sud.s.u. εἰσήρρησεν
entrar para perdición o corrupción εἰσεφθάρη τῇ ζωῇ τῶν ἀνθρώπων ἡ τοῦ ἁμαρτάνειν ἀκολουθία se introdujo para la perdición de la vida humana la compañía del pecado Gr.Nyss.Virg.299.16, ref. herejes ὁ μανιχαϊσμὸς εἰς τὴν ἐκκλησίαν τοῦ θεοῦ εἰσφθαρήσεται Gr.Nyss.Eun.1.504, cf. Basil.Eunom.500C, Thdt.M.83.433A.

Greek Monolingual

εἰσφθείρομαι (AM)
πάω στον χαμό.

Russian (Dvoretsky)

εἰσφθείρομαι: (неся гибель или разрушение) вторгаться, врываться (θᾶττον εἰσφθάρητι σύ Men.).