εὐγηρία

From LSJ
Revision as of 15:40, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐγηρία Medium diacritics: εὐγηρία Low diacritics: ευγηρία Capitals: ΕΥΓΗΡΙΑ
Transliteration A: eugēría Transliteration B: eugēria Transliteration C: evgiria Beta Code: eu)ghri/a

English (LSJ)

ἡ,

   A green old age, Arist.Rh.1361b26, Stoic.3.24, Plu.2.111b, Cat.Cod.Astr.8(4).167; χλόης Ph.2.163.

German (Pape)

[Seite 1059] ἡ, das glückliche Alter, nach Arist. rhet. 1, 5 βραδυτὴς γήρως μετ' ἀλυπίας; so Plut. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

εὐγηρία: ἡ, εὐτυχὲς γῆρας, Ἀριστ. Ρητ. 1. 5, 15· πρβλ. εὐγήρως.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
belle vieillesse.
Étymologie: εὔγηρως.

Greek Monolingual

η (ΑΜ εὐγηρία) εύγηρος
τα καλά γεράματα, η καλή φυσική κατάσταση και ευχάριστη διαβίωση τών ηλικιωμένων.

Russian (Dvoretsky)

εὐγηρία: ἡ счастливая, бодрая старость Arst., Plut.