εὐγάλακτος

From LSJ
Revision as of 23:02, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

ἐγὼ δὲ λέγω ὑμῖν ὅτι πᾶς ὁ βλέπων γυναῖκα πρὸς τὸ ἐπιθυμῆσαι αὐτὴν ἤδη ἐμοίχευσεν αὐτὴν ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ → But I am telling you that anyone who looks at a woman to the extent of lusting after her has already committed adultery with her in his heart (Matthew 5:28)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐγάλακτος Medium diacritics: εὐγάλακτος Low diacritics: ευγάλακτος Capitals: ΕΥΓΑΛΑΚΤΟΣ
Transliteration A: eugálaktos Transliteration B: eugalaktos Transliteration C: evgalaktos Beta Code: eu)ga/laktos

English (LSJ)

[γᾰ], ον,

   A yielding much or good milk, αἴξ Alciphr.3.21; τροφός Orib.Eup.1.1 (Sup.); νομή Gal.19.121: heterocl. nom. pl. εὐγάλακτες, = εὔτροφοι, Hsch.    II εὐγάλακτον, τό, a plant, = γλαύξ, Plin.HN27.82.

German (Pape)

[Seite 1059] wohlgesäugt, wohlgenährt, αἴξ, Alciphr. 3, 21; den plur. εὐγάλακτες (wie von εὐγάλαξ) hat Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

εὐγάλακτος: -ον, ἐπὶ αἰγός, παρέχουσα καλὸν γάλα, Ἀλκίφρων 3. 21. - Παρ’ Ἡσύχ. ἑτεροκλίτως, «εὐγάλακτες· εὔτροφοι».

Greek Monolingual

εὐγάλακτος, -ον (Α)
1. αυτή που παράγει άφθονο και καλής ποιότητας γάλα (α. «εὐγάλακτος αἴξ» β. εὐγάλακτος τροφός»)
2. (για ζωοτροφή) κατάλληλος για την παραγωγή γάλακτος
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐγάλακτον
ονομασία του φυτού γλαύξ.